πανεθνικός

πανεθνικός
η , ό всенародный, общенациональный;

πανεθνική απεργία — всеобщая забастовка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πανεθνικός" в других словарях:

  • πανεθνικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο το έθνος ή αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου τού έθνους («πανεθνικός εορτασμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εθνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»